στενόχωρος — narrow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενόχωρος — η, ο / στενόχωρος, ον, ΝΜΑ, και στενάχωρος και στανάχωρος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει στενότητα χώρου, αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο, σε αντιδιαστολή με τον ευρύχωρο («στενόχωρο σπίτι») 2. συνεκδ. πληκτικός, πνιγηρός νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
στενοχωρότερον — στενόχωρος narrow adverbial comp στενόχωρος narrow masc acc comp sg στενόχωρος narrow neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώρως — στενόχωρος narrow adverbial στενόχωρος narrow masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενόχωρον — στενόχωρος narrow masc/fem acc sg στενόχωρος narrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρόταται — στενόχωρος narrow fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώροις — στενόχωρος narrow masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώρου — στενόχωρος narrow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώρους — στενόχωρος narrow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχώρων — στενόχωρος narrow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)