στενόχωρος

στενόχωρος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο: Μένουν σ' ένα στενόχωρο σπίτι.
2. αυτός που εύκολα στενοχωριέται: Είναι πολύ στενόχωρος άνθρωπος.
3. αυτός που προκαλεί στενοχώρια: Η δουλειά του είναι πολύ στενόχωρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στενόχωρος — narrow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενόχωρος — η, ο / στενόχωρος, ον, ΝΜΑ, και στενάχωρος και στανάχωρος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει στενότητα χώρου, αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο, σε αντιδιαστολή με τον ευρύχωρο («στενόχωρο σπίτι») 2. συνεκδ. πληκτικός, πνιγηρός νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • στενοχωρότερον — στενόχωρος narrow adverbial comp στενόχωρος narrow masc acc comp sg στενόχωρος narrow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρως — στενόχωρος narrow adverbial στενόχωρος narrow masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενόχωρον — στενόχωρος narrow masc/fem acc sg στενόχωρος narrow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρόταται — στενόχωρος narrow fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώροις — στενόχωρος narrow masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρου — στενόχωρος narrow masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρους — στενόχωρος narrow masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρων — στενόχωρος narrow masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”